- χρυσόμφαλος
- -ον, Ααυτός που έχει χρυσό ομφαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ὀμφαλός (πρβλ. ὑδρ-όμφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσόμφαλοι — χρυσόμφαλος with golden masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek